Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Τίποτα δεν πάει χαμένο...


Σαν σήμερα, στις 17-9-1982, έφυγε από τη ζωή, σε νοσοκομείο της Μόσχας, ο Μάνος Λοΐζος. Εμένα δε μου αρέσουν ούτε τα μνημόσυνα ούτε οι επικήδειοι. Όμως δεν μου πηγαίνει καθόλου να μη πω, σήμερα, δύο λόγια για έναν άνθρωπο και καλλιτέχνη που, με τα τραγούδια του, έχει σημαδέψει ολόκληρες γενιές Ελλήνων. Και σήμερα, αν πάει κανείς να καθίσει δίπλα σε μια παρέα νέων όπου υπάρχει και μια κιθάρα, θα διαπιστώσει ότι ακόμα και οι πιτσιρικάδες, που δεν έζησαν στη, συναισθηματικά και πολιτικά, φορτισμένη εποχή στην οποία ο Μάνος Λοΐζος έγινε γνωστός και την οποία σφράγισε με το έργο του, γνωρίζουν και αγαπούν και τον ίδιο και τα τραγούδια του. Και αυτό είναι η μεγαλύτερη καταξίωση για έναν καλλιτέχνη. Να μην τον σβήνει ο χρόνος...
Αυτό που μου άρεσε πάντα στον Λοΐζο είναι ότι, αν και ανήκε στους λεγόμενους "στρατευμένους" καλλιτέχνες, ανήκοντας στον αριστερό χώρο και πράττοντας το καθήκον του σε εποχές καταπίεσης και ανελευθερίας για τον Ελληνικό λαό, δεν έχασε ποτέ την ευαισθησία του. Περνούσε τα πολιτικά ή κοινωνικά του μηνύματα στο κοινό με μια ζεστασιά και μια ανθρωπιά, μη έχοντας πέσει στη παγίδα κάποιου είδους "σοσιαλιστικού ρεαλισμού". Ίσως έτσι να υπηρέτησε καλύτερα τις ιδέες του. Χωρίς να τις προωθήσει ως Θούριους αλλά ως φιλικές κουβέντες  από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο...
Το έργο του δε περιορίζεται μόνο σε τραγούδια με πολιτικό ή κοινωνικό στίχο. Έχει γράψει ορισμένα από τα ωραιότερα λαϊκά μας τραγούδια. Και φυσικά, το σύγχρονο ερωτικό τραγούδι του χρωστάει πολλά. Ο ίδιος ήταν ένα άτομο υπερευαίσθητο, το οποίο κοίταξε με θαυμασμό κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Γι αυτό, ίσως, να παραμένει μία φιγούρα ιδιαίτερα αγαπητή και "άσπιλη", ακόμη και σήμερα.
Δε ξέρω τι άλλο να πω για τον Μάνος Λοΐζο. Ίσως και αυτά που ήδη έγραψα να είναι τετριμμένα. Έχουν ειπωθεί, με τα ίδια ή διαφορετικά λόγια και από πολλούς άλλους, ξανά και ξανά. Το καλύτερο είναι να σας αφήσω με ένα τραγούδι του...




Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Στην εποχή του download...



    


Θυμάμαι τις ημέρες που μάζευα ένα - ένα τα εικοσάρικα ( σε δραχμές, τότε...) για να μπορέσω να συμπληρώσω περίπου τα δυόμισι χιλιάρικα που κόστιζε τότε μια κασέτα (δυστυχώς δεν ήμουν από τους τυχερούς που διέθεταν πικ - απ ). Και μόνο η προσμονή της ημέρας που θα πήγαινα στο δισκάδικο να την αγοράσω, δε κοστολογείται σε χρήμα... Μετά, στο σπίτι, την άνοιγα και βυθιζόμουν στον κόσμο της για μέρες. Την άκουγα με προσοχή ξανά και ξανά, δεκάδες φορές, περιεργαζόμουν το εξώφυλλο και το εσωτερικό booklet για ώρες, μέχρι τελικά να τη χορτάσω. Χώρια η χαρά της βόλτας στο δισκάδικο, το "χάσιμο" ανάμεσα σε εκατοντάδες δίσκους και κασέτες, η επαφή με τα άτομα που ψώνιζαν ή σύχναζαν εκεί. Και, φυσικά, δε τολμώ καν να φανταστώ την ηδονή εκείνων που αγόραζαν δίσκους...
Αν μη τι άλλο, ήταν σίγουρο πως θα κάτσω και θα ακούσω τη κασέτα μου. Δεν είχα και αμέτρητες, δεν τις αγόραζα πολύ συχνά και κάθε μια ήταν σοβαρό και μεγάλο απόκτημα. Οπότε κάθε μια την άκουγα και μάλιστα την άκουγα πολλές φορές και με προσοχή. Όσοι αγόραζαν βινύλιο δε, είχαν μια ερωτική σχέση μαζί του. Και δε τους αδικώ καθόλου. Πέρα από την εξαιρετική ποιότητα ήχου, το βινύλιο, ως αντικείμενο, ήταν κάτι πολύ ζεστό και γοητευτικό. Θυμάμαι τους φίλους μου να έχουν τους δίσκους τους, που τους είχαν αγοράσει με πολύ κόπο, υπομονή και χρήμα, σαν παιδιά τους... Εννοείται πως ο φρεσκοαγορασμένος δίσκος "έλιωνε" τις πρώτες μέρες στο πικ - απ. Και όλοι καμαρώνανε για τις συλλογές τους...
Μετά ήρθε η εποχή του cd. Λιγότερο γοητευτικό από το βινύλιο, φτηνότερο όμως και πολύ πιο εύχρηστο. Κάτι είχε χαθεί από τη μαγεία, η λογική όμως παρέμεινε η ίδια: όποτε επιτέλους θα έχω χρήματα, θα πάω μια βόλτα στο δισκάδικο και θα αγοράσω ένα ή περισσότερα cd και με την ευκαιρία θα κοιτάξω όλες τις νέες κυκλοφορίες και θα συζητήσω με τους "θαμώνες". Μετά θα πάω σπίτι και το cd player θα πάρει φωτιά...
Στις μέρες μας όλα έχουν γίνει ευκολότερα. Οι σκληροί δίσκοι μας περιέχουν εκατοντάδες gigabytes με τραγούδια σε μορφή mp3. Το κόστος είναι μηδενικό, ο όγκος μουσικής που "κατεβάζουμε" τεράστιος, η πρόσβαση στη μουσική πληροφορία απεριόριστη. Τα μικροσκοπικά mp3 players προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία. Μπορείς να μεταφέρεις, ανά πάσα στιγμή, χιλιάδες τραγούδια μαζί σου. Ποιος θα το πίστευε πριν καμιά εικοσαριά χρόνια...
Φυσικά και δεν είμαι πολέμιος της εξέλιξης. Μου αρέσει το γεγονός ότι μπορώ να έχω πρόσβαση, και μάλιστα δωρεάν, σε ένα τεράστιο όγκο δεδομένων από τον χώρο της μουσικής. Μου δίνεται η δυνατότητα να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες πολύ περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Παρατηρώ όμως κάτι: αν και "κατεβάζω" δωρεάν και εύκολα πολύ μεγάλους αριθμούς τραγουδιών και "δίσκων", δεν ακούω τελικά ούτε το ένα δέκατο από αυτά. Και αυτό δεν το έχω πάθει μόνο εγώ. Πάρα πολλοί γνωστοί μου μου λένε ακριβώς το ίδιο. Δεκάδες ή και εκατοντάδες giga τους περιμένουν υπομονετικά στον σκληρό τους, μπας και κάνουν τον κόπο, κάποτε, να ακούσουν κάποια από αυτά. Πολλές φορές μάταια...
Το φαινόμενο από την μία είναι παράδοξο, από την άλλη όμως λογικό. Η υπερβολική ποσότητα πληροφορίας, που μάλιστα "κατεβάζεις" χωρίς κόπο και χρήμα, "μπουχτίζει". Το μάτι χορταίνει πριν προλάβει να χορτάσει το αυτί. Ξαφνικά βρίσκεσαι απέναντι σε εκατοντάδες τραγούδια και συνειδητοποιείς πως δεν έχεις χρόνο να τα ακούσεις όλα. Και πολύ απλά τα αφήνεις στην άκρη. Κι ενώ έχεις ένα μικρό θησαυρό στα χέρια σου, δε νιώθεις τη παραμικρή συγκίνηση γι αυτό. Ίσως να φταίει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει γοητεία στον τρόπο με τον οποίο αποκτάς τη μουσική σου. Χωρίς να χρειαστεί καν να σηκωθείς απ΄τη πολυθρόνα σου και αυτοματοποιημένα. Η βόλτα στο δισκάδικο πήγε...βόλτα. Και δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες αναμνήσεις με τις οποίες θα συνδέσεις την απόκτηση κάθε δίσκου...
Ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, "κατεβάζω" παράλληλα τη δισκογραφία του Tom Waits. Αν και θα προτιμούσα τη φωνή του μέσα από τον ζεστό και φιλικό ήχο του βινυλίου, ελπίζω τουλάχιστον να μη μείνει παραπονεμένος και άπραγος σε μια γωνία του σκληρού μου...